- χρωμοκρασία
- χρωμοκρᾱσία, ἡ,A mixture of colours, changing of complexion, Ptol. Tetr.182 (pl., = αἰσχημοσύναι acc. to Sch. ad loc.(152)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρωμοκρασία — ἡ, Α συν. στον πληθ. αἱ χρωμοκρασίαι ανάμιξη, ανακάτεμα χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + κρασία (< κράτος < θ. κρα τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. θερμο κρασία] … Dictionary of Greek